- ορθογωνίζω
- [ορθογώνιος]μετατρέπω ένα σχήμα σε ορθογώνιο, για να μπορεί να υπολογιστεί ευκολότερα το εμβαδόν του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθογώνιση — η [ορθογωνίζω] ο ορθογωνισμός … Dictionary of Greek
τετραγωνίζω — ΝΜΑ [τετράγωνος] κάνω κάτι τετράγωνο, μεταβάλλω το σχήμα ενός αντικειμένου σε τετράγωνο νεοελλ. 1. μαθημ. υψώνω μια αλγεβρική παράσταση στη δευτέρα δύναμη, δηλ. στο τετράγωνο 2. μεταβάλλω λίθο ή ξύλο σε ορθογώνιο, ορθογωνίζω 3. φρ.… … Dictionary of Greek
τετραγωνίζω — τετραγώνισα, τετραγωνίστηκα, τετραγωνισμένος 1. μεταβάλλω άλλο σχήμα σε τετράγωνο. 2. ορθογωνίζω (πέτρα η ξύλο). 3. υψώνω αριθμό στο τετράγωνο πολλαπλασιάζοντάς τον με τον εαυτό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)